Υπηρεσίες Διαμεσολάβησης

Η Διαμεσολάβηση είναι μια εναλλακτική μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στην οποία τα μέρη, με τη βοήθεια και συνδρομή του Διαμεσολαβητή, ενός τρίτου προς τα μέρη ουδέτερου προσώπου, διαπραγματεύονται προκειμένου να καταλήξουν σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική λύση της διαφοράς, χωρίς την ανάγκη να προσφύγουν σε μία χρονοβόρα και δαπανηρή δικαστική διαμάχη.
Ο νόμος 3898/2010 για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας (άρθρο 8). Η ύπαρξη των διατάξεων αυτών, ωστόσο, δεν αναιρεί τον ελαστικό και ευέλικτο χαρακτήρα της καθώς η διαδικασία της διαμεσολάβησης καθορίζεται από τον διαμεσολαβητή σε συνεννόηση με τα μέρη, γι΄ αυτό και μπορεί να δημιουργηθούν διάφορες παραλλαγές της, ανάλογα με την φύση της υπόθεσης και τα συμμετέχοντα σε αυτή μέρη. Ο σκοπός της διαδικασίας, πάντως, εκπληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο, όταν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και εξυπηρετούνται τα αληθινά συμφέροντα των συγκεκριμένων μερών που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία. Η συνήθης διαδικασία της διαμεσολάβησης ξεκινά με μια κοινή συνάντηση του διαμεσολαβητή με τα μέρη, τα οποία, αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για την όλη διαδικασία, παρουσιάζουν τις απόψεις τους για την μεταξύ τους διαφορά. Στη συνέχεια, ακολουθούν κατ΄ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους, προκειμένου αυτός να διερευνήσει την ουσία της υπόθεσης και να βοηθήσει τα μέρη στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις προσανατολίζοντάς τα προς τα συμφέροντα τους και μεταφέροντας από τη μία στην άλλη πλευρά προτάσεις, πάντα, όμως, με την συναίνεσή τους. Στο τέλος της διαδικασίας ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό της διαμεσολάβησης (άρθρο 9 του νόμου 3898/2010), το οποίο περιλαμβάνει, εκτός των άλλων στοιχείων, τη συμφωνία επίλυσης και υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία, μπορεί δε να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου, αν κάποιο από τα μέρη το ζητήσει, ώστε να αποτελεί και εκτελεστό τίτλο.
Με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου με συμφωνία των μερών, αν αυτά έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς (άρθρο 2 του νόμου 3898/2010). Διαφορές που μπορούν να υπαχθούν σε διαμεσολάβηση είναι οι αστικές διαφορές και εμπορικές διαφορές, δηλαδή, ενδεικτικά, οι οικογενειακές διαφορές, οι διαφορές οροφοκτησίας, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, οι υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, οι διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και χρηστών.
Η πείρα, από την πρακτική της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παραπέμπει σε διαδικασία με μέσο όρο διάρκειας συνήθως 8 ωρών, εντός της ίδιας ημέρας.
Δεν υπάρχει ρητός χρονικός περιορισμός ή εν γένει πρόβλεψη για την διάρκεια της διαδικασίας (μόνη εξαίρεση, άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3898/2010, όπου προβλέπεται πάντως η δυνατότητα διαφορετικής συμφωνίας των μερών).
α) Ταχύτητα
Η πείρα, από την πρακτική της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παραπέμπει σε διαδικασία με μέσο όρο διάρκειας 8 ώρες, εντός της ίδιας ημέρας. Δεν υπάρχει ρητός χρονικός περιορισμός ή εν γένει πρόβλεψη για την διάρκεια της διαδικασίας (μόνη εξαίρεση, άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3898/2010).
β) Εκούσια υπαγωγή
Τα μέρη «...επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή» (άρθρο 4 εδ. β΄ Ν. 3898/2010).
γ) Αμεροληψία
Ο διαμεσολαβητής είναι τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους και συνεπώς είναι ουδέτερος/αμερόληπτος προς τη διένεξη και τα μέρη. «Ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο σε σχέση με τους διαδίκους πρόσωπο, από το οποίο ζητείται να αναλάβει διαμεσολάβηση με κατάλληλο αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο» (άρθρο 4 εδ. γ΄ Ν. 3898/2010). «Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της επιλογής τους» (άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 3898/2010). «Ο διαμεσολαβητής ενεργεί και πρέπει και προς οποιονδήποτε τρίτο να δίνει την εντύπωση ότι ενεργεί σε μόνιμη βάση με αμεροληψία έναντι των μερών και μεριμνά για την ισότιμη εξυπηρέτηση όλων των μερών στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης.» (άρθρο 2 παρ. 2 Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών – Υ.Α. 109088/2011)
δ) Εμπιστευτικότητα
«Η διαδικασία έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά. Ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί και συναντάται με καθένα από τα μέρη. Πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις επαφές αυτές με το ένα μέρος δεν κοινολογούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του » (άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 3898/2010). «Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας» (άρθρο 10 Ν. 3898/2010).
O Διαμεσολαβητής είναι ένας ανεξάρτητος μεσολαβητής, με ειδική κατάρτιση, διαπιστευμένος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο οποίος βοηθά τα συμβαλλόμενα μέρη στην επίτευξη μιας αμοιβαία ικανοποιητικής συμφωνίας. Ο Διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση, δεν επιβάλλει λύση. Ο ρόλος του είναι να βοηθήσει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ώστε να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία.
Όταν η διαδικασία καταλήξει σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, ο Διαμεσολαβητής την αποτυπώνει εγγράφως -και αφού την υπογράψουν και τα δύο μέρη- με επιμέλεια οποιουδήποτε από τα μέρη το πρακτικό κατατίθεται στο πρωτοδικείο της περιοχής όπου έγινε η Διαμεσολάβηση. Έτσι, η συμφωνία αυτή μετατρέπεται άμεσα σε Εκτελεστό Τίτλο. Αυτό αποτελεί ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης σε σχέση με τους άλλους τρόπους επίλυσης διαφορών (δικαστήρια, διαιτησία).
Με τον νόμο Ν. 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (2008/52/ΕΚ) ορίζεται ότι: «Ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης » (αρ. 9 παρ.1).
«Το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Το πρωτότυπο αυτού κατατίθεται στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση. »(αρ. 9 παρ.2).
«Από την κατάθεση στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παραγραφος 2 εδάφιο γ’ΚΠολΔ » (αρ. 9 παρ.1).